θηλάσει

θηλάσει
θηλάζω
suckle
aor subj act 3rd sg (epic)
θηλάζω
suckle
fut ind mid 2nd sg
θηλάζω
suckle
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • αναδένω — (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω] 1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος 2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ. 3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αναδεσάρι — το ορφανό αρνί ή ερίφιο που προσκολλάται σε άλλη μητέρα για να θηλάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάδεση + άρι*. ΠΑΡ. αναδεσαριά] …   Dictionary of Greek

  • γαλαδερφός — ή αυτός που έχει θηλάσει γάλα από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλο (το παιδί τής τροφού και το ξένο, το οποίο θήλασε απ αυτήν) …   Dictionary of Greek

  • γαλακτούχος — ο (Α γαλακτοῡχος, ον) νεοελλ. αυτός που περιέχει γάλα αρχ. (για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + ουχος < έχω] …   Dictionary of Greek

  • ευθηλούμαι — εὐθηλοῡμαι, έομαι (Α) [ευθηλος] έχω θηλάσει καλά, είμαι ευτραφής, παχύς («χοῑρον εὐθηλούμενον», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λαγωχειλία — (Ανατ.). Συγγενές ελάττωμα διάπλασης που χαρακτηρίζεται από κάθετη, συχνά έκκεντρη, σχισμή στο άνω χείλος του νεογνού. Διαβαθμίζεται από απλή αυλάκωση ή εντύπωμα πάνω στο χείλος έως πλήρη σχισμή, που εκτείνεται μέχρι τη ρινική κοιλότητα. Μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • ομογάλακτες — ὁμογάλακτες, οἱ (Α) 1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια 2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. *ομογάλαξ < ομ(ο) * + γάλαξ… …   Dictionary of Greek

  • υπέχω — ὑπέχω ΝΜΑ [ἔχω] νεοελλ. αρχ. φρ. α) «υπέχω λόγον» υπόκειμαι σε λογοδοσία, καλούμαι να λογοδοτήσω β) «υπέχω ευθύνην [ή «ευθύνας]» είμαι υπεύθυνος για κάτι γ) «υπέχω δίκην» δικάζομαι μσν. αρχ. 1. υποκλίνομαι («ὑπέχουσι τῇ εὐλογίᾳ τὴν κεφαλήν», Γρηγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”